τάξη

τάξη
η
1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη.
2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη.
3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή: Δημόσια τάξη.
4. διαίρεση ομάδας όντων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα: Το λιοντάρι είναι θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων.
5. σύνολο ανθρώπων που ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο: Η εργατική τάξη.
6. διαβάθμιση στο ίδιο αξίωμα: Τηλεγραφητής α', β', γ' τάξης.
7. κύκλος σπουδών ενός έτους: Το Λύκειο έχει τρεις τάξεις.
8. το σύνολο των μαθητών μιας τάξης: Ο πρώτος μαθητής της τάξης του.
9. η αίθουσα διδασκαλίας: Μπήκε ο καθηγητής στην τάξη.
10. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος, παράταξη: Ασκήσεις πυκνής τάξης.
11. στρατιωτική υπηρεσία: Παρουσιάστηκαν στις τάξεις του στρατού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — τάξις arranging fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξῃ — τάξηι , τάξις arranging fem dat sg (epic ionic) τάσσω draw up in order of battle aor subj mid 2nd sg τάσσω draw up in order of battle aor subj act 3rd sg τάσσω draw up in order of battle fut ind mid 2nd sg τά̱ξῃ , τήκω melt fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • κογχόστρακα — Τάξη καρκινοειδών βραγχιοπόδων. Το σώμα των κ. είναι κοντό έως στρογγυλό, με δίθυρο θώρακα· έχουν πλευρικά πεπιεσμένο θυρεό, ο οποίος περικλείει το κεφάλι, το σώμα και τα εξαρτήματα· τα μάτια είναι άμισχα και οι κεραίες ατροφικές. Στην τάξη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • πελεκανόμορφα — Τάξη πτηνών, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα δάκτυλά τους είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, τεντωμένη όχι μόνο ανάμεσα στα 3 μπροστινά δάκτυλα, αλλά και ανάμεσα στο δεύτερο δάκτυλο και τον αντίχειρα, που είναι γυρισμένος προς τα πίσω. Η …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”